ἐπίχειρα — arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχειρα — τα η αμοιβή (η τιμωρία) για κάποια κακή πράξη: Έλαβε τα επίχειρα της κακίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πίχειρα — ἐπίχειρα , ἐπίχειρα arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρα , ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπίχειρα — ἐπίχειρα , ἐπίχειρα arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρα , ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχείρων — ἐπίχειρα arm neut gen pl ἐπίχειρον arm neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
начинаѥмыи — (12) прич. страд. наст. 1. Наступающий, начинающийся: аще вѣдѣли быша родители ихъ. хотѧщеѥ быти. иже ѹбиѥни быша отъ сквьрньна ѹбиицѧ ирода... ѹбѣжа абиѥ начинаѥмо. скоро испровьрзи по наречению имене. (ἀρξομενον) КЕ XII, 230б; егда же два двора … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… … Dictionary of Greek
επίχειρον — ἐπίχειρον, τὸ (Α) βλ. επίχειρα, τα … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek